- Γηρυόνας
- Γηρῠόνας (Γαρυ- Schr.: cf. Forssman 119ff.) a giant, whose cattle were stolen by Herakles.1
Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα, θρασεῖαι τόν ποτε Γηρυόνα φρίξαν κύνες I. 1.13
σὲ δἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα (cf. Σ. παῤαὐτὸν τὸν Ἡρακλέα) fr. 81 ad Δ. 2. ἐπεὶ Γηρυόνα βόας Κυκλώπειον ἐπὶ πρόθυρον Εὐρυσθέος ἔλασεν fr. 169. 6.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.